Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιτρέπεται (ρήμα) - (παρόμοια:
επιτρέπετε
-
επιτρέπω
-
επιτρέψω
)
Συνώνυμα
εγκρίνεται
αποδέχεται
δικαιολογείται
3
Αντώνυμα
απαγορεύεται
απαγορεύονται
απαγορεύετε
3
Ορισμός
Επιτρέπεται να γίνει κάτι, δηλαδή υπάρχει η άδεια ή η δυνατότητα για να συμβεί.
Δεν υπάρχει απαγόρευση ή εμπόδιο για μια συγκεκριμένη ενέργεια.
2
Παραδείγματα
Επιτρέπεται η είσοδος μόνο με εισιτήριο.
Σε αυτό το πάρκινγκ επιτρέπεται η στάθμευση για δύο ώρες.
2