Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιτρέπετε (ρήμα) - (παρόμοια:
επιτρέπεται
-
επιτρέπω
-
επιτρέψω
-
επιστρέφετε
)
Συνώνυμα
αφήνω
συγχωρώ
δίνω την άδεια
3
Αντώνυμα
απαγορεύω
απαγορέυω
αρνούμαι
3
Ορισμός
Επιτρέπω κάτι σημαίνει να δίνω την άδεια ή την ευκαιρία σε κάποιον να κάνει κάτι.
Επιτρέπω μπορεί επίσης να σημαίνει να μην εμποδίζω κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Επιτρέπετε να μπω;
Ο νόμος δεν επιτρέπει τέτοιες ενέργειες.
2