1. Λέξη
    επιτρέπετε (ρήμα) - (παρόμοια: επιτρέπεται - επιτρέπω - επιτρέψω - επιστρέφετε)
  2. Συνώνυμα
    • αφήνω
    • συγχωρώ
    • δίνω την άδεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • απαγορεύω
    • απαγορέυω
    • αρνούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Επιτρέπω κάτι σημαίνει να δίνω την άδεια ή την ευκαιρία σε κάποιον να κάνει κάτι.
    • Επιτρέπω μπορεί επίσης να σημαίνει να μην εμποδίζω κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Επιτρέπετε να μπω;
    • Ο νόμος δεν επιτρέπει τέτοιες ενέργειες.
    2