Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιτρέψω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιστρέψω
-
επιτρέπω
-
επιτρέπετε
-
επιτρέπεται
-
επιτροπή
)
Συνώνυμα
αφήνω
εγκρίνω
συγκατατίθεμαι
3
Αντώνυμα
απαγορεύω
αρνούμαι
απαγορεύω
3
Ορισμός
Να δώσω την άδεια ή την ευκαιρία σε κάποιον να κάνει κάτι.
Να μην εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος επέτρεψε στους μαθητές να φύγουν νωρίς.
Η εταιρεία επέτρεψε την ελεύθερη πρόσβαση στα αρχεία.
2