Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιτυχημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
πετυχημένος
-
αποτυχημένος
-
επιτυχής
-
επιτυχώς
-
επιτυχία
)
Συνώνυμα
κατορθωμένος
προοδευτικός
ακμάζων
3
Αντώνυμα
αποτυχημένος
αναποφάσιστος
αδρανής
3
Ορισμός
που έχει επιτύχει τους στόχους του
που έχει καλή πορεία ή εξέλιξη
που έχει καλή φήμη ή αναγνώριση
3
Παραδείγματα
Ο επιτυχημένος επιχειρηματίας άνοιξε ένα νέο κατάστημα.
Η ομάδα τους ήταν πολύ επιτυχημένη φέτος.
Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, έγινε επιτυχημένος.
3