Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιφυλακτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
επιτακτικός
-
επιφυλακή
-
επιλεκτικός
-
εναλλακτικός
-
επικός
-
επιθετικός
-
επιβατικός
-
επικριτικός
-
τακτικός
)
Συνώνυμα
προσεκτικός
συνετός
προληπτικός
3
Αντώνυμα
απρόσεκτος
απερίσκεπτος
ευκολόπιστος
3
Ορισμός
Που δείχνει προσοχή και σκεπτικότητα, ιδιαίτερα σε καταστάσεις που μπορεί να κρύβουν κινδύνους ή δυσκολίες.
Που χαρακτηρίζεται από επιφύλαξη ή δισταγμό.
2
Παραδείγματα
Ήταν πολύ επιφυλακτικός απέναντι στις νέες γνωριμίες.
Η επιφυλακτική του στάση έδειχνε ότι δεν εμπιστευόταν εύκολα τους άλλους.
2