Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ερευνητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ερευνητής
-
ερεθιστικός
-
ερωτικός
-
φωνητικός
-
αρνητικός
-
εργατικός
-
ερευνώ
-
μαγνητικός
)
Συνώνυμα
διερευνητικός
αναλυτικός
ερευνών
3
Αντώνυμα
επιφανειακός
απλός
μη αναλυτικός
3
Ορισμός
που αφορά ή σχετίζεται με την έρευνα
που χαρακτηρίζεται από λεπτομερή εξέταση ή ανάλυση
που αποσκοπεί στην ανακάλυψη νέων πληροφοριών ή γνώσεων
3
Παραδείγματα
Ο ερευνητικός προσανατολισμός του επιστήμονα οδήγησε σε σημαντικές ανακαλύψεις.
Η ερευνητική εργασία απαιτεί προσοχή και υπομονή.
Ένα ερευνητικό εργαστήριο διαθέτει όλα τα απαραίτητα εργαλεία για πειράματα.
3