1. Λέξη
    εκπαιδευμένος (επίθετο) - (παρόμοια: εκπαιδευμένη - εκπαιδευτής - παγιδευμένος - εκπαιδεύω - εκπαιδευτικός - ερωτευμένος)
  2. Συνώνυμα
    • μορφωμένος
    • καλλιεργημένος
    • ειδικευμένος
    • εκπαιδευτικός
    4
  3. Αντώνυμα
    • αμόρφωτος
    • ανεκπαίδευτος
    • αγράμματος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει λάβει εκπαίδευση ή μόρφωση
    • που έχει αποκτήσει γνώσεις και δεξιότητες μέσω εκπαίδευσης
    • που χαρακτηρίζεται από καλή εκπαίδευση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο εκπαιδευμένος προσωπικός είναι πιο παραγωγικός στην εργασία του.
    • Ένας εκπαιδευμένος επαγγελματίας μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στις απαιτήσεις της αγοράς.
    • Η εκπαιδευμένη ομάδα κατέγραψε υψηλά ποσοστά επιτυχίας.
    3