Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκπαιδευμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εκπαιδευμένη
-
εκπαιδευτής
-
παγιδευμένος
-
εκπαιδεύω
-
εκπαιδευτικός
-
ερωτευμένος
)
Συνώνυμα
μορφωμένος
καλλιεργημένος
ειδικευμένος
εκπαιδευτικός
4
Αντώνυμα
αμόρφωτος
ανεκπαίδευτος
αγράμματος
3
Ορισμός
που έχει λάβει εκπαίδευση ή μόρφωση
που έχει αποκτήσει γνώσεις και δεξιότητες μέσω εκπαίδευσης
που χαρακτηρίζεται από καλή εκπαίδευση
3
Παραδείγματα
Ο εκπαιδευμένος προσωπικός είναι πιο παραγωγικός στην εργασία του.
Ένας εκπαιδευμένος επαγγελματίας μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στις απαιτήσεις της αγοράς.
Η εκπαιδευμένη ομάδα κατέγραψε υψηλά ποσοστά επιτυχίας.
3