Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εγγυημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ψημένος
-
εξαρτημένος
-
ευλογημένος
-
ενοχλημένος
)
Συνώνυμα
εξασφαλισμένος
βεβαιωμένος
εγγυημένος
3
Αντώνυμα
αβεβαιωμένος
ανασφαλής
μη εγγυημένος
3
Ορισμός
που έχει εγγυηθεί ή εξασφαλιστεί
που έχει δεσμευτεί ή εγγυηθεί από κάποιον
που θεωρείται βέβαιος ή ασφαλής
3
Παραδείγματα
Ο επενδυτής έχει εγγυημένη απόδοση 5%.
Η εταιρεία προσφέρει εγγυημένη ποιότητα προϊόντων.
Έχεις εγγυημένη θέση στη συναυλία.
3