1. Λέξη
    εγγυημένος (επίθετο) - (παρόμοια: ψημένος - εξαρτημένος - ευλογημένος - ενοχλημένος)
  2. Συνώνυμα
    • εξασφαλισμένος
    • βεβαιωμένος
    • εγγυημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αβεβαιωμένος
    • ανασφαλής
    • μη εγγυημένος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει εγγυηθεί ή εξασφαλιστεί
    • που έχει δεσμευτεί ή εγγυηθεί από κάποιον
    • που θεωρείται βέβαιος ή ασφαλής
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο επενδυτής έχει εγγυημένη απόδοση 5%.
    • Η εταιρεία προσφέρει εγγυημένη ποιότητα προϊόντων.
    • Έχεις εγγυημένη θέση στη συναυλία.
    3