Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ευφορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εφορία
-
ενορία
-
εξορία
)
Συνώνυμα
χαρά
αγαλλίαση
ενθουσιασμός
3
Αντώνυμα
κατάθλιψη
θλίψη
μελαγχολία
3
Ορισμός
Η αίσθηση μεγάλης ευτυχίας και ενθουσιασμού.
Μια κατάσταση έντονης ψυχικής και συναισθηματικής ευεξίας.
2
Παραδείγματα
Μετά τη νίκη της ομάδας του, ένιωθε μεγάλη ευφορία.
Η ευφορία που ένιωσε όταν πήρε την αποδοχή στο πανεπιστήμιο ήταν ασύγκριτη.
2