1. Λέξη
    ευφορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εφορία - ενορία - εξορία)
  2. Συνώνυμα
    • χαρά
    • αγαλλίαση
    • ενθουσιασμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατάθλιψη
    • θλίψη
    • μελαγχολία
    3
  4. Ορισμός
    • Η αίσθηση μεγάλης ευτυχίας και ενθουσιασμού.
    • Μια κατάσταση έντονης ψυχικής και συναισθηματικής ευεξίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά τη νίκη της ομάδας του, ένιωθε μεγάλη ευφορία.
    • Η ευφορία που ένιωσε όταν πήρε την αποδοχή στο πανεπιστήμιο ήταν ασύγκριτη.
    2