Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εφορία
-
εξορία
-
ευφορία
-
εμπορία
)
Συνώνυμα
εκκλησία
κοινότητα
παροικία
3
Αντώνυμα
αθεϊσμός
ασέβεια
2
Ορισμός
Η θρησκευτική κοινότητα που ανήκει σε μια συγκεκριμένη εκκλησία.
Η γεωγραφική περιοχή που υπάγεται σε μια συγκεκριμένη εκκλησία.
2
Παραδείγματα
Η ενορία μας οργάνωσε φιλανθρωπικό γλέντι.
Ο νέος ιερέας ανέλαβε την ενορία του χωριού.
2