Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εφορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ευφορία
-
ενορία
-
εξορία
-
εμπορία
)
Συνώνυμα
φορολογική υπηρεσία
φορολογικό γραφείο
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Η δημόσια υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για τη συλλογή των φόρων και τη διασφάλιση της φορολογικής συμμόρφωσης.
Το κτήριο ή το γραφείο όπου διεξάγονται οι φορολογικές διαδικασίες.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να πάω στην εφορία για να δηλώσω τα έσοδά μου.
Η εφορία έκανε έλεγχο στη επιχείρησή μας.
2