1. Λέξη
    εφορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ευφορία - ενορία - εξορία - εμπορία)
  2. Συνώνυμα
    • φορολογική υπηρεσία
    • φορολογικό γραφείο
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Η δημόσια υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για τη συλλογή των φόρων και τη διασφάλιση της φορολογικής συμμόρφωσης.
    • Το κτήριο ή το γραφείο όπου διεξάγονται οι φορολογικές διαδικασίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να πάω στην εφορία για να δηλώσω τα έσοδά μου.
    • Η εφορία έκανε έλεγχο στη επιχείρησή μας.
    2