Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ζεσταίνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ζεσταίνω
-
ανασταίνομαι
-
μαίνομαι
-
φαίνομαι
-
σιχαίνομαι
-
ξηραίνομαι
-
μαθαίνομαι
-
ξεραίνομαι
)
Συνώνυμα
θερμαίνομαι
ζεσταίνω
φλέγομαι
3
Αντώνυμα
κρυώνω
ψύχομαι
2
Ορισμός
Να γίνομαι θερμός ή να αυξάνω τη θερμοκρασία μου.
Να νιώθω θερμότητα, είτε λόγω εξωτερικών παραγόντων είτε λόγω συναισθημάτων.
2
Παραδείγματα
Ζεσταίνομαι κάτω από την κουβέρτα το χειμώνα.
Ζεσταίνομαι όταν ντρέπομαι.
2