1. Λέξη
    ζωγραφισμένος (επίθετο) - (παρόμοια: ζωγραφιά - ζωγραφική - ζαλισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • βαμμένος
    • χρωματισμένος
    • αποχρωματισμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • άβαφος
    • αχρωμάτιστος
    • ασπρισμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Έχει υποστεί διαδικασία ζωγραφικής ή χρωματισμού.
    • Διακοσμημένος με χρώματα ή σχέδια.
    • Που έχει εφαρμοστεί χρώμα σε μια επιφάνεια.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ζωγραφισμένος τοίχος έδινε ζωντάνια στο δωμάτιο.
    • Η ζωγραφισμένη πινακίδα ήταν εύκολα ορατή από μακριά.
    • Τα ζωγραφισμένα παιδικά παιχνίδια ήταν πιο ελκυστικά.
    3