Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ζωγραφισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ζωγραφιά
-
ζωγραφική
-
ζαλισμένος
)
Συνώνυμα
βαμμένος
χρωματισμένος
αποχρωματισμένος
3
Αντώνυμα
άβαφος
αχρωμάτιστος
ασπρισμένος
3
Ορισμός
Έχει υποστεί διαδικασία ζωγραφικής ή χρωματισμού.
Διακοσμημένος με χρώματα ή σχέδια.
Που έχει εφαρμοστεί χρώμα σε μια επιφάνεια.
3
Παραδείγματα
Ο ζωγραφισμένος τοίχος έδινε ζωντάνια στο δωμάτιο.
Η ζωγραφισμένη πινακίδα ήταν εύκολα ορατή από μακριά.
Τα ζωγραφισμένα παιδικά παιχνίδια ήταν πιο ελκυστικά.
3