Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ζαλισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ασφαλισμένος
-
οπλισμένος
-
εξασφαλισμένος
-
εξοπλισμένος
-
πεισμένος
-
χτισμένος
-
σκισμένος
-
ορισμένος
-
εθισμένος
-
ζωγραφισμένος
-
ραγισμένος
-
φημισμένος
-
κλεισμένος
-
βασισμένος
-
φοβισμένος
-
χωρισμένος
-
οργισμένος
-
φορτισμένος
-
τσατισμένος
-
σκονισμένος
-
κοιμισμένος
-
κερδισμένος
-
πεπεισμένος
-
μαυρισμένος
)
Συνώνυμα
ζαλισμένος
ζαλισμένος
ζαλισμένος
3
Αντώνυμα
ξάστερος
ξάστερος
ξάστερος
3
Ορισμός
Αυτός που νιώθει ζάλη ή ίλιγγο.
Αυτός που έχει χάσει την ισορροπία του λόγω ζάλης.
Αυτός που είναι μπερδεμένος ή ασαφής στο μυαλό του.
3
Παραδείγματα
Μετά το ατύχημα, ένιωθα πολύ ζαλισμένος και δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος.
Ο ζαλισμένος άνδρας προσπάθησε να περπατήσει, αλλά έπεσε στο πάτωμα.
Μετά από τόση δουλειά, είμαι τόσο ζαλισμένος που δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά.
3