1. Συνώνυμα
    • ζαλισμένος
    • ζαλισμένος
    • ζαλισμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ξάστερος
    • ξάστερος
    • ξάστερος
    3
  3. Ορισμός
    • Αυτός που νιώθει ζάλη ή ίλιγγο.
    • Αυτός που έχει χάσει την ισορροπία του λόγω ζάλης.
    • Αυτός που είναι μπερδεμένος ή ασαφής στο μυαλό του.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Μετά το ατύχημα, ένιωθα πολύ ζαλισμένος και δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος.
    • Ο ζαλισμένος άνδρας προσπάθησε να περπατήσει, αλλά έπεσε στο πάτωμα.
    • Μετά από τόση δουλειά, είμαι τόσο ζαλισμένος που δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά.
    3