1. Λέξη
    ηπειρωτικός (επίθετο) - (παρόμοια: ηπατικός - ερωτικός - πειρατικός - νευρωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • ηπειρωτικός
    • ηπειρωτικός
    • ηπειρωτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • νησιώτικος
    • θαλάσσιος
    • ωκεάνιος
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με ή χαρακτηριστικός μιας ηπείρου.
    • Που ανήκει ή σχετίζεται με την ηπειρωτική χώρα.
    • Που έχει σχέση με την ξηρά, σε αντίθεση με τη θάλασσα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η ηπειρωτική Ελλάδα διαφέρει από τα νησιά.
    • Το ηπειρωτικό κλίμα είναι πιο ψυχρό από το νησιωτικό.
    • Οι ηπειρωτικές χώρες έχουν διαφορετικές γεωγραφικές προκλήσεις.
    3