Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηπειρωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ηπατικός
-
ερωτικός
-
πειρατικός
-
νευρωτικός
)
Συνώνυμα
ηπειρωτικός
ηπειρωτικός
ηπειρωτικός
3
Αντώνυμα
νησιώτικος
θαλάσσιος
ωκεάνιος
3
Ορισμός
Σχετικός με ή χαρακτηριστικός μιας ηπείρου.
Που ανήκει ή σχετίζεται με την ηπειρωτική χώρα.
Που έχει σχέση με την ξηρά, σε αντίθεση με τη θάλασσα.
3
Παραδείγματα
Η ηπειρωτική Ελλάδα διαφέρει από τα νησιά.
Το ηπειρωτικό κλίμα είναι πιο ψυχρό από το νησιωτικό.
Οι ηπειρωτικές χώρες έχουν διαφορετικές γεωγραφικές προκλήσεις.
3