Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πειρατικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πειραματικός
-
πειστικός
-
πειρατής
-
κρατικός
-
πειρασμός
-
πειρατεία
-
διορατικός
-
περαστικός
-
πραγματικός
-
ηπειρωτικός
-
πειθαρχικός
-
πνευματικός
)
Συνώνυμα
προκλητικός
ενοχλητικός
προκλητικός
εριστικός
4
Αντώνυμα
ειρηνικός
ηρεμιστικός
καταπραϋντικός
3
Ορισμός
Που έχει σκοπό να ερεθίσει ή να προκαλέσει
Που δημιουργεί ενοχλήσεις ή δυσφορία
2
Παραδείγματα
Ο πειρατικός τόνος της φωνής του με εκνεύριζε.
Η πειρατική συμπεριφορά του μαθητή διακόπτει συνεχώς το μάθημα.
2