1. Λέξη
    νευρωτικός (επίθετο) - (παρόμοια: νευρικός - ερωτικός - νευρολογικός - ζωτικός - ηπειρωτικός - χαλαρωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • ανησυχητικός
    • εκνευριστικός
    • τεντωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ήρεμος
    • χαλαρός
    • αψήφιστος
    3
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από νεύρα ή ένταση.
    • Που προκαλεί ή εκφράζει άγχος ή ένταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο νευρωτικός χαρακτήρας του τον έκανε να αντιδρά έντονα σε μικροπροβλήματα.
    • Η νευρωτική αντίδρασή της σε κάθε απροσδόκητο γεγονός ήταν εμφανής.
    2