Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χρησιμοποιημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
χρησιμοποιώ
-
χρησιμοποιείς
-
χρησιμοποιούν
-
χρησιμοποιήσω
-
χρησιμοποιείται
-
τακτοποιημένος
-
ικανοποιημένος
-
κωδικοποιημένος
)
Συνώνυμα
μεταχειρισμένος
παλιός
ξαναχρησιμοποιημένος
3
Αντώνυμα
καινούργιος
αχρησιμοποίητος
πρωτότυπος
3
Ορισμός
που έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν
που δεν είναι πλέον καινούργιος
2
Παραδείγματα
Αγόρασα ένα χρησιμοποιημένο αυτοκίνητο.
Τα χρησιμοποιημένα ρούχα είναι πιο φθηνά.
2