Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τακτοποιημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
τακτοποιώ
-
ικανοποιημένος
-
τακτοποιήσω
-
κωδικοποιημένος
-
τακτοποιούμε
-
χρησιμοποιημένος
-
τακτοποιούμαι
)
Συνώνυμα
οργανωμένος
διατεταγμένος
κανονισμένος
3
Αντώνυμα
ατακτοποίητος
ανοργάνωτος
χαοτικός
3
Ορισμός
που έχει ρυθμιστεί ή οργανωθεί με συγκεκριμένο τρόπο
που έχει λυθεί ή διευθετηθεί με ικανοποιητικό τρόπο
2
Παραδείγματα
Οι υποχρεώσεις του ήταν πλήρως τακτοποιημένες.
Μετά από πολλές προσπάθειες, τα θέματα τακτοποιήθηκαν.
2