Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ιστός (επίθετο) - (παρόμοια:
πιστός
-
χριστός
-
καθιστός
-
κλειστός
)
Συνώνυμα
πιστός
αληθινός
αξιόπιστος
3
Αντώνυμα
άπιστος
ψεύτικος
αναξιόπιστος
3
Ορισμός
Αυτός που πιστεύει σε κάτι ή κάποιον με αφοσίωση και εμπιστοσύνη.
Αυτός που είναι αληθινός και αξιόπιστος.
2
Παραδείγματα
Ο Ιησούς Χριστός είναι ο ιστός της πίστης των χριστιανών.
Ένας ιστός φίλος είναι αυτός που μπορείς να βασιστείς σε δύσκολες στιγμές.
2