1. Λέξη
    ιστός (επίθετο) - (παρόμοια: πιστός - χριστός - καθιστός - κλειστός)
  2. Συνώνυμα
    • πιστός
    • αληθινός
    • αξιόπιστος
    3
  3. Αντώνυμα
    • άπιστος
    • ψεύτικος
    • αναξιόπιστος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που πιστεύει σε κάτι ή κάποιον με αφοσίωση και εμπιστοσύνη.
    • Αυτός που είναι αληθινός και αξιόπιστος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Ιησούς Χριστός είναι ο ιστός της πίστης των χριστιανών.
    • Ένας ιστός φίλος είναι αυτός που μπορείς να βασιστείς σε δύσκολες στιγμές.
    2