Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιστός (επίθετο) - (παρόμοια:
πιστευτός
-
πιστόλι
-
ιστός
-
πιστά
-
παστός
-
πιστωτικός
-
πιστεύω
-
πιστέψω
-
πισινός
-
χριστός
-
πλαστός
)
Συνώνυμα
αξιόπιστος
προσηλωμένος
αφοσιωμένος
3
Αντώνυμα
άπιστος
αναξιόπιστος
απροσήλωτος
3
Ορισμός
Που είναι αφοσιωμένος σε κάποιον ή κάτι, που δείχνει πίστη και αφοσίωση.
Που ακολουθεί με ακρίβεια και πιστότητα κάποιο πρότυπο ή αρχή.
2
Παραδείγματα
Ο πιστός φίλος ήταν πάντα δίπλα μου στις δύσκολες στιγμές.
Η πιστή αναπαράσταση της ιστορικής εποχής έκανε την ταινία να ξεχωρίζει.
2