1. Λέξη
    καθιστός (επίθετο) - (παρόμοια: καθιστώ - καθιστικό - καπνιστός - κλειστός - ιστός - καθισμένη - κουνιστός)
  2. Συνώνυμα
    • σταθερός
    • ακίνητος
    • αμετάβλητος
    3
  3. Αντώνυμα
    • κινούμενος
    • μεταβλητός
    • ασταθής
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν κινείται ή δεν μεταβάλλεται εύκολα.
    • Που έχει σταθερή θέση ή κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το τραπέζι είναι καθιστό και δεν μπορεί να μετακινηθεί εύκολα.
    • Η θερμοκρασία παρέμεινε καθιστή για όλη τη διάρκεια της ημέρας.
    2