Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθιστός (επίθετο) - (παρόμοια:
καθιστώ
-
καθιστικό
-
καπνιστός
-
κλειστός
-
ιστός
-
καθισμένη
-
κουνιστός
)
Συνώνυμα
σταθερός
ακίνητος
αμετάβλητος
3
Αντώνυμα
κινούμενος
μεταβλητός
ασταθής
3
Ορισμός
Που δεν κινείται ή δεν μεταβάλλεται εύκολα.
Που έχει σταθερή θέση ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Το τραπέζι είναι καθιστό και δεν μπορεί να μετακινηθεί εύκολα.
Η θερμοκρασία παρέμεινε καθιστή για όλη τη διάρκεια της ημέρας.
2