Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθαριστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καθαρτήριο
-
καθαριστής
-
καθαριστώ
-
καθαριστικό
-
καθαρισμός
-
χειριστήριο
-
πειστήριο
)
Συνώνυμα
καθαριστικό
απορρυπαντικό
καθαριστικό μέσο
3
Αντώνυμα
λεκέ
βρώμα
μολυσματικό
3
Ορισμός
Ουσία ή μέσο που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό ή την απομάκρυνση βρωμιάς.
Συσκευή ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό.
2
Παραδείγματα
Χρησιμοποίησα ένα ισχυρό καθαριστήριο για να καθαρίσω το πάτωμα.
Το καθαριστήριο αυτό είναι ιδανικό για λεπτές επιφάνειες.
2