1. Λέξη
    καθαριστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καθαρτήριο - καθαριστής - καθαριστώ - καθαριστικό - καθαρισμός - χειριστήριο - πειστήριο)
  2. Συνώνυμα
    • καθαριστικό
    • απορρυπαντικό
    • καθαριστικό μέσο
    3
  3. Αντώνυμα
    • λεκέ
    • βρώμα
    • μολυσματικό
    3
  4. Ορισμός
    • Ουσία ή μέσο που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό ή την απομάκρυνση βρωμιάς.
    • Συσκευή ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χρησιμοποίησα ένα ισχυρό καθαριστήριο για να καθαρίσω το πάτωμα.
    • Το καθαριστήριο αυτό είναι ιδανικό για λεπτές επιφάνειες.
    2