Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθαριστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
καθαριστής
-
καθαριστικό
-
καθαριστήριο
-
καθαρισμός
-
καθιστώ
-
καθαρά
-
καθαρός
-
καθαριότητα
-
καθαρίσω
-
καθαρίζω
)
Συνώνυμα
απαλλάσσομαι
απαλαμβάνομαι
ελευθερώνομαι
3
Αντώνυμα
ενοχοποιούμαι
καταδικάζομαι
φορτίζομαι
3
Ορισμός
Απαλλάσσομαι από μια ενοχή, μια υποχρέωση ή ένα βάρος.
Ελευθερώνομαι από κάτι που με δυσκολεύει ή με απασχολεί.
2
Παραδείγματα
Μετά την ομολογία του, καθαρίστηκε από τις κατηγορίες.
Χρειάστηκε πολύς κόπος για να καθαριστώ από τα χρέη μου.
2