Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χειριστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χειριστής
-
τηλεχειριστήριο
-
χειριστώ
-
καθαριστήριο
-
πειστήριο
-
χειρισμός
-
χρηματιστήριο
-
λογιστήριο
)
Συνώνυμα
περιφερειακό
χειριστής
διακόπτης
3
Αντώνυμα
αυτόματο
αυτοματοποιημένο
2
Ορισμός
Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο μιας μηχανής ή συστήματος.
Ένα εξάρτημα που επιτρέπει την αλληλεπίδραση με ηλεκτρονικές συσκευές.
2
Παραδείγματα
Το χειριστήριο της τηλεόρασης χάλασε και δεν μπορούμε να αλλάξουμε κανάλι.
Ο παίκτης κρατούσε το χειριστήριο του παιχνιδιού σφιχτά ενώ έπαιζε.
2