1. Λέξη
    καθαριότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καθαρότητα - κυριότητα - αγριότητα - καθαριστώ - καθαρά - καθαριστής - μετριότητα - καθαρισμός)
  2. Συνώνυμα
    • αγνεία
    • στιλπνότητα
    • απολύμανση
    3
  3. Αντώνυμα
    • βρωμιά
    • ακαθαρσία
    • μολυσματικότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του καθαρού, η έλλειψη βρωμιάς ή ακαθαρσιών.
    • Η διαδικασία καθαρισμού ή η κατάσταση του να είναι κάτι καθαρό.
    • Η ηθική ή πνευματική αγνότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η καθαριότητα του δωματίου ήταν εντυπωσιακή μετά τον καθαρισμό.
    • Η καθαριότητα του νερού είναι απαραίτητη για την υγεία μας.
    • Η καθαριότητα της καρδιάς είναι σημαντική για την πνευματική ευημερία.
    3