Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθαριότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καθαρότητα
-
κυριότητα
-
αγριότητα
-
καθαριστώ
-
καθαρά
-
καθαριστής
-
μετριότητα
-
καθαρισμός
)
Συνώνυμα
αγνεία
στιλπνότητα
απολύμανση
3
Αντώνυμα
βρωμιά
ακαθαρσία
μολυσματικότητα
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του καθαρού, η έλλειψη βρωμιάς ή ακαθαρσιών.
Η διαδικασία καθαρισμού ή η κατάσταση του να είναι κάτι καθαρό.
Η ηθική ή πνευματική αγνότητα.
3
Παραδείγματα
Η καθαριότητα του δωματίου ήταν εντυπωσιακή μετά τον καθαρισμό.
Η καθαριότητα του νερού είναι απαραίτητη για την υγεία μας.
Η καθαριότητα της καρδιάς είναι σημαντική για την πνευματική ευημερία.
3