Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθετήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καυστήρας
-
κλητήρας
-
κρατήρας
)
Συνώνυμα
σωλήνας
σωληνάκι
σωλήνωμα
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένας λεπτός σωλήνας που εισάγεται στο σώμα για να αφαιρέσει ή να εισάγει υγρά.
Συσκευή που χρησιμοποιείται στην ιατρική για διάφορες διαδικασίες.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός έβαλε έναν καθετήρα για να απομακρύνει τα ούρα.
Ο καθετήρας χρησιμοποιείται συχνά σε χειρουργικές επεμβάσεις.
2