1. Λέξη
    καθετήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καυστήρας - κλητήρας - κρατήρας)
  2. Συνώνυμα
    • σωλήνας
    • σωληνάκι
    • σωλήνωμα
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένας λεπτός σωλήνας που εισάγεται στο σώμα για να αφαιρέσει ή να εισάγει υγρά.
    • Συσκευή που χρησιμοποιείται στην ιατρική για διάφορες διαδικασίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός έβαλε έναν καθετήρα για να απομακρύνει τα ούρα.
    • Ο καθετήρας χρησιμοποιείται συχνά σε χειρουργικές επεμβάσεις.
    2