1. Λέξη
    καυστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καθετήρας - κλητήρας - κρατήρας - ανελκυστήρας)
  2. Συνώνυμα
    • φλόγιστρα
    • καμινάδα
    • εστία
    3
  3. Αντώνυμα
    • ψύκτης
    • παγοκύστη
    2
  4. Ορισμός
    • Συσκευή που χρησιμοποιείται για την παραγωγή θερμότητας ή φλόγας.
    • Μέρος μιας μηχανής ή εγκατάστασης όπου γίνεται η καύση καυσίμων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καυστήρας του λέβητα χρειάζεται επισκευή.
    • Η φλόγα του καυστήρα είναι πολύ δυνατή.
    2