1. Λέξη
    κλητήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κινητήρας - κρατήρας - καυστήρας - καθετήρας)
  2. Συνώνυμα
    • δικαστής
    • ανακριτής
    • προσωποποιητής
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατηγορούμενος
    • υπεύθυνος
    • ενοχούμενος
    3
  4. Ορισμός
    • Ο αξιωματούχος που καλείται να εξετάσει μια υπόθεση σε δικαστήριο.
    • Ο εκπρόσωπος της δικαιοσύνης που καλεί τους μάρτυρες σε δίκη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κλητήρας κάλεσε τους μάρτυρες να καταθέσουν.
    • Ο κλητήρας ανέγνωσε την απόφαση του δικαστηρίου.
    2