Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρατήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κρας
-
κρατήσω
-
κλητήρας
-
κρατά
-
κρατώ
-
κινητήρας
-
καυστήρας
-
καθετήρας
)
Συνώνυμα
κοιλότητα
χαράδρα
λάκκος
3
Αντώνυμα
ύψωμα
ανάχωμα
λόφος
3
Ορισμός
Μεγάλη κοιλότητα που δημιουργείται συνήθως από ηφαιστειακή δραστηριότητα ή από πρόσκρουση μετεωρίτη.
Το άνοιγμα στην κορυφή ενός ηφαιστείου από το οποίο αναδύεται λάβα, τέφρα και αέρια.
Στην αστρονομία, η επιφανειακή δομή σε πλανήτες ή δορυφόρους που προκαλείται από πρόσκρουση μετεωρίτη.
3
Παραδείγματα
Ο κρατήρας του ηφαιστείου Σαντορίνης είναι εντυπωσιακός.
Οι επιστήμονες μελετούν τους κρατήρες στη Σελήνη για να κατανοήσουν την ιστορία της.
Μετά την έκρηξη, σχηματίστηκε ένας νέος κρατήρας στην κορυφή του βουνού.
3