1. Λέξη
    κρατήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κρας - κρατήσω - κλητήρας - κρατά - κρατώ - κινητήρας - καυστήρας - καθετήρας)
  2. Συνώνυμα
    • κοιλότητα
    • χαράδρα
    • λάκκος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ύψωμα
    • ανάχωμα
    • λόφος
    3
  4. Ορισμός
    • Μεγάλη κοιλότητα που δημιουργείται συνήθως από ηφαιστειακή δραστηριότητα ή από πρόσκρουση μετεωρίτη.
    • Το άνοιγμα στην κορυφή ενός ηφαιστείου από το οποίο αναδύεται λάβα, τέφρα και αέρια.
    • Στην αστρονομία, η επιφανειακή δομή σε πλανήτες ή δορυφόρους που προκαλείται από πρόσκρουση μετεωρίτη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο κρατήρας του ηφαιστείου Σαντορίνης είναι εντυπωσιακός.
    • Οι επιστήμονες μελετούν τους κρατήρες στη Σελήνη για να κατανοήσουν την ιστορία της.
    • Μετά την έκρηξη, σχηματίστηκε ένας νέος κρατήρας στην κορυφή του βουνού.
    3