1. Συνώνυμα
    • αποφασιστικός
    • τελεσίδικος
    • οριστικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • αβέβαιος
    • αόριστος
    • προσωρινός
    3
  3. Ορισμός
    • που καθορίζει ή ορίζει κάτι με σαφήνεια και αμετάκλητα
    • που έχει την ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις με σιγουριά
    • που αποτελεί τελικό και μη αναστρέψιμο συμπέρασμα
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής έδωσε μια καθοριστική απόφαση για την υπόθεση.
    • Η συνάντηση αυτή ήταν καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της εταιρείας.
    • Ένα καθοριστικό στοιχείο για την επιτυχία του σχεδίου είναι η χρηματοδότηση.
    3