Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθοριστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
οριστικός
-
καθορισμός
-
καθαριστικό
-
καθολικός
-
καθιστικό
-
περιοριστικός
-
χαριστικός
-
καθησυχαστικός
-
τουριστικός
-
σοκαριστικός
-
καθορισμένος
-
πειστικός
-
εθιστικός
-
ολιστικός
)
Συνώνυμα
αποφασιστικός
τελεσίδικος
οριστικός
3
Αντώνυμα
αβέβαιος
αόριστος
προσωρινός
3
Ορισμός
που καθορίζει ή ορίζει κάτι με σαφήνεια και αμετάκλητα
που έχει την ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις με σιγουριά
που αποτελεί τελικό και μη αναστρέψιμο συμπέρασμα
3
Παραδείγματα
Ο δικαστής έδωσε μια καθοριστική απόφαση για την υπόθεση.
Η συνάντηση αυτή ήταν καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της εταιρείας.
Ένα καθοριστικό στοιχείο για την επιτυχία του σχεδίου είναι η χρηματοδότηση.
3