1. Λέξη
    καθισμένη (επίθετο) - (παρόμοια: καθιστώ - καθιστός - καθορισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • καθόμενη
    • καθιστή
    • καθισμένος (masculine form)
    3
  3. Αντώνυμα
    • στέκουσα
    • ορθωμένη
    • ακίνητη
    3
  4. Ορισμός
    • Όταν κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε θέση καθίσματος.
    • Που έχει πάρει θέση σε κάποιο σημείο ή επιφάνεια.
    • Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν κινείται, που παραμένει ακίνητος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η γυναίκα ήταν καθισμένη στο παγκάκι και διάβαζε ένα βιβλίο.
    • Το παιδί ήταν καθισμένο στο πάτωμα και έπαιζε με τα παιχνίδια του.
    • Η γάτα ήταν καθισμένη στο παράθυρο και κοίταζε έξω.
    3