Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθισμένη (επίθετο) - (παρόμοια:
καθιστώ
-
καθιστός
-
καθορισμένος
)
Συνώνυμα
καθόμενη
καθιστή
καθισμένος (masculine form)
3
Αντώνυμα
στέκουσα
ορθωμένη
ακίνητη
3
Ορισμός
Όταν κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε θέση καθίσματος.
Που έχει πάρει θέση σε κάποιο σημείο ή επιφάνεια.
Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν κινείται, που παραμένει ακίνητος.
3
Παραδείγματα
Η γυναίκα ήταν καθισμένη στο παγκάκι και διάβαζε ένα βιβλίο.
Το παιδί ήταν καθισμένο στο πάτωμα και έπαιζε με τα παιχνίδια του.
Η γάτα ήταν καθισμένη στο παράθυρο και κοίταζε έξω.
3