1. Συνώνυμα
    • ορισμένος
    • καθωρισμένος
    • συγκεκριμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • αόριστος
    • απροσδιόριστος
    • ακαθόριστος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει καθοριστεί με σαφήνεια και ακρίβεια.
    • Που έχει ληφθεί απόφαση ή έχει οριστεί με βεβαιότητα.
    • Που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και σαφήνεια.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο χρόνος παράδοσης του προϊόντος είναι καθορισμένος σε δέκα ημέρες.
    • Έχουμε ένα καθορισμένο πρόγραμμα για τη συνάντηση.
    • Οι καθορισμένες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται.
    3