Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθορισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
προκαθορισμένος
-
ορισμένος
-
καθορισμός
-
κανονισμένος
-
προορισμένος
-
περιορισμένος
-
καλεσμένος
-
κλεισμένος
-
χωρισμένος
-
καμένος
-
μαυρισμένος
-
κερδισμένος
-
κοιμισμένος
-
καημένος
-
σοκαρισμένος
-
καθοριστικός
-
εθισμένος
-
σκισμένος
-
καθισμένη
-
πεισμένος
-
χτισμένος
)
Συνώνυμα
ορισμένος
καθωρισμένος
συγκεκριμένος
3
Αντώνυμα
αόριστος
απροσδιόριστος
ακαθόριστος
3
Ορισμός
Που έχει καθοριστεί με σαφήνεια και ακρίβεια.
Που έχει ληφθεί απόφαση ή έχει οριστεί με βεβαιότητα.
Που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και σαφήνεια.
3
Παραδείγματα
Ο χρόνος παράδοσης του προϊόντος είναι καθορισμένος σε δέκα ημέρες.
Έχουμε ένα καθορισμένο πρόγραμμα για τη συνάντηση.
Οι καθορισμένες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται.
3