Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
καμένος
-
κατοικημένος
-
καταχωρημένος
-
κακομαθημένος
-
κολλημένος
-
καρφωμένος
-
καλεσμένος
-
καλυμμένος
-
ψημένος
-
καθυστερημένος
-
καταραμένος
-
κυνηγημένος
-
στημένος
-
κατεψυγμένος
-
καλοντυμένος
-
καθορισμένος
-
κανονισμένος
-
καλωδιωμένος
-
λυπημένος
-
γαμημένος
-
ηττημένος
-
κρυμμένος
-
κλεμμένος
-
κατειλημμένος
-
καταπιεσμένος
)
Συνώνυμα
θλιμμένος
λυπημένος
πικραμένος
3
Αντώνυμα
ευτυχισμένος
χαρούμενος
περιχαρής
3
Ορισμός
Αυτός που έχει υποστεί θλίψη ή δυστυχία.
Αυτός που εκφράζει θλίψη ή λύπη.
2
Παραδείγματα
Ο καημένος άνθρωπος κλαίει μόνος του.
Η καημένη γάτα έψαχνε φαγητό στα σκουπίδια.
2