Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλύπτομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αποκαλύπτομαι
-
καλύπτω
-
καθομαι
)
Συνώνυμα
κρύβομαι
σκεπάζομαι
προστατεύομαι
3
Αντώνυμα
εκτίθεμαι
αποκαλύπτομαι
εμφανίζομαι
3
Ορισμός
Να κρύβομαι κάτω από κάτι ή να προστατεύομαι από κάτι.
Να είμαι κρυμμένος ή να μην είμαι ορατός.
2
Παραδείγματα
Καλύπτομαι με μια κουβέρτα για να μην κρυώσω.
Τα μυστικά του καλύπτονται από σκότος.
2