Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκαλύπτομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
καλύπτομαι
-
αποκαλύπτω
-
αποκαλώ
-
αποκλείομαι
)
Συνώνυμα
φανερώνομαι
εκδηλώνομαι
εμφανίζομαι
3
Αντώνυμα
κρύβομαι
καλύπτομαι
αποκρύπτομαι
3
Ορισμός
Γίνομαι ορατός ή γνωστός, βγαίνω στην επιφάνεια.
Αποκαλύπτω τον εαυτό μου, γίνομαι γνωστός σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Η αλήθεια αποκαλύπτεται με τον καιρό.
Αποκαλύφθηκε τελικά ότι ήταν αυτός ο ένοχος.
2