1. Λέξη
    ανακαλύψω (ρήμα) - (παρόμοια: ανακαλώ - ανακαλύπτω - ανακαλέσω - ανακατέψω - καλύψω)
  2. Συνώνυμα
    • εντοπίζω
    • ανακαλύπτω
    • αναζητώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρύβω
    • αποκρύπτω
    • ξεχάσω
    3
  4. Ορισμός
    • Βρίσκω κάτι που ήταν κρυμμένο ή άγνωστο.
    • Εντοπίζω κάτι που δεν ήταν γνωστό ή ήταν ξεχασμένο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ανακαλύψαμε ένα παλιό κάστρο κατά τη διάρκεια της βόλτας μας.
    • Οι επιστήμονες ανακαλύπτουν νέα φάρμακα για την αντιμετώπιση ασθενειών.
    2