Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακαλύψω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανακαλώ
-
ανακαλύπτω
-
ανακαλέσω
-
ανακατέψω
-
καλύψω
)
Συνώνυμα
εντοπίζω
ανακαλύπτω
αναζητώ
3
Αντώνυμα
κρύβω
αποκρύπτω
ξεχάσω
3
Ορισμός
Βρίσκω κάτι που ήταν κρυμμένο ή άγνωστο.
Εντοπίζω κάτι που δεν ήταν γνωστό ή ήταν ξεχασμένο.
2
Παραδείγματα
Ανακαλύψαμε ένα παλιό κάστρο κατά τη διάρκεια της βόλτας μας.
Οι επιστήμονες ανακαλύπτουν νέα φάρμακα για την αντιμετώπιση ασθενειών.
2