1. Λέξη
    καμάρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καλαμάρι - καμάρο - καμάλ - καμάκι - καμ)
  2. Συνώνυμα
    • υπερηφάνεια
    • περηφάνια
    • αξιοπρέπεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • ντροπή
    • απογοήτευση
    • ταπείνωση
    3
  4. Ορισμός
    • Το αίσθημα ικανοποίησης και υπερηφάνειας για κάτι που έχει επιτευχθεί ή ανήκει σε κάποιον.
    • Κάτι που προκαλεί αίσθημα υπερηφάνειας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παιδί της είναι το καμάρι της.
    • Η επιτυχία του στη δουλειά του είναι μεγάλο καμάρι για την οικογένειά του.
    2