Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καμάρι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καλαμάρι
-
καμάρο
-
καμάλ
-
καμάκι
-
καμ
)
Συνώνυμα
υπερηφάνεια
περηφάνια
αξιοπρέπεια
3
Αντώνυμα
ντροπή
απογοήτευση
ταπείνωση
3
Ορισμός
Το αίσθημα ικανοποίησης και υπερηφάνειας για κάτι που έχει επιτευχθεί ή ανήκει σε κάποιον.
Κάτι που προκαλεί αίσθημα υπερηφάνειας.
2
Παραδείγματα
Το παιδί της είναι το καμάρι της.
Η επιτυχία του στη δουλειά του είναι μεγάλο καμάρι για την οικογένειά του.
2