Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καναδικός (επίθετο) - (παρόμοια:
καναδός
-
μοναδικός
-
κανονικός
-
κωδικός
-
Καναδάς
-
καναδάς
-
ομαδικός
-
δυαδικός
-
καιρικός
)
Συνώνυμα
καναδέζικος
1
Αντώνυμα
μη καναδικός
ξένος
2
Ορισμός
που σχετίζεται με τον Καναδά ή τους κατοίκους του
που προέρχεται από τον Καναδά
χαρακτηριστικός του Καναδά ή των κατοίκων του
3
Παραδείγματα
Ο καναδικός πληθυσμός είναι πολυπολιτισμικός.
Η καναδική σημαία φέρει το σφυρίκιο.
Οι καναδικές πόλεις είναι γνωστές για την καθαρότητά τους.
3