1. Συνώνυμα
    • συνηθισμένος
    • τυπικός
    • κανονισμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ασυνήθιστος
    • ακανόνιστος
    • ασυνήθης
    3
  3. Ορισμός
    • Που ακολουθεί τους κανόνες ή τα πρότυπα.
    • Που είναι σύμφωνος με τους κανόνες ή τις συνήθειες.
    • Που δεν παρουσιάζει αποκλίσεις ή εξαιρέσεις.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Είναι ένας κανονικός μαθητής που πάντα παραδίδει τις εργασίες του στην ώρα τους.
    • Η κανονική διαδικασία απαιτεί την υποβολή των απαραίτητων εγγράφων.
    • Αυτή είναι η κανονική διαδρομή για να φτάσεις στο κέντρο της πόλης.
    3