Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κανονικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κανονικά
-
κανονισμός
-
καναδικός
-
φονικός
-
κυνικός
-
γονικός
-
κανονίζω
-
κλινικός
-
χρονικός
-
καιρικός
-
κανονίσω
-
κανονισμένος
)
Συνώνυμα
συνηθισμένος
τυπικός
κανονισμένος
3
Αντώνυμα
ασυνήθιστος
ακανόνιστος
ασυνήθης
3
Ορισμός
Που ακολουθεί τους κανόνες ή τα πρότυπα.
Που είναι σύμφωνος με τους κανόνες ή τις συνήθειες.
Που δεν παρουσιάζει αποκλίσεις ή εξαιρέσεις.
3
Παραδείγματα
Είναι ένας κανονικός μαθητής που πάντα παραδίδει τις εργασίες του στην ώρα τους.
Η κανονική διαδικασία απαιτεί την υποβολή των απαραίτητων εγγράφων.
Αυτή είναι η κανονική διαδρομή για να φτάσεις στο κέντρο της πόλης.
3