Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μοναδικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μοναχικός
-
μοναδικότητα
-
μονωτικός
-
καναδικός
-
μοναχός
-
ομαδικός
-
μουσικός
-
δυαδικός
)
Συνώνυμα
ασύγκριτος
ξεχωριστός
ιδιαίτερος
3
Αντώνυμα
κοινός
συνηθισμένος
τυπικός
3
Ορισμός
που δεν υπάρχει άλλος όμοιος του, που ξεχωρίζει για την ιδιαιτερότητά του
που είναι μόνο ένας στο είδος του
2
Παραδείγματα
Αυτή η ευκαιρία είναι μοναδική και δεν πρέπει να τη χάσεις.
Ο καλλιτέχνης δημιούργησε ένα μοναδικό έργο τέχνης.
2