1. Λέξη
    δυαδικός (επίθετο) - (παρόμοια: δικός - δυτικός - ομαδικός - καναδικός - μοναδικός - δυναμικός - διαδικαστικός)
  2. Συνώνυμα
    • διττός
    • διπλός
    • διμερής
    3
  3. Αντώνυμα
    • μοναδικός
    • ενιαίος
    • απλός
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που αποτελείται από δύο μέρη ή στοιχεία.
    • Αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δύο αντιθέτων ή συμπληρωματικών όψεων.
    • Στη μαθηματική λογική και στην πληροφορική, αναφέρεται σε συστήματα ή κώδικες που βασίζονται σε δύο μόνο τιμές ή καταστάσεις (π.χ. 0 και 1).
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το δυαδικό σύστημα αρίθμησης χρησιμοποιείται ευρέως στους υπολογιστές.
    • Η δυαδική φύση του ανθρώπου εκφράζεται στη σύγκρουση του λογικού με το συναισθηματικό.
    • Μια δυαδική απόφαση απαιτεί την επιλογή μεταξύ δύο επιλογών.
    3