Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυαδικός (επίθετο) - (παρόμοια:
δικός
-
δυτικός
-
ομαδικός
-
καναδικός
-
μοναδικός
-
δυναμικός
-
διαδικαστικός
)
Συνώνυμα
διττός
διπλός
διμερής
3
Αντώνυμα
μοναδικός
ενιαίος
απλός
3
Ορισμός
Αυτός που αποτελείται από δύο μέρη ή στοιχεία.
Αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δύο αντιθέτων ή συμπληρωματικών όψεων.
Στη μαθηματική λογική και στην πληροφορική, αναφέρεται σε συστήματα ή κώδικες που βασίζονται σε δύο μόνο τιμές ή καταστάσεις (π.χ. 0 και 1).
3
Παραδείγματα
Το δυαδικό σύστημα αρίθμησης χρησιμοποιείται ευρέως στους υπολογιστές.
Η δυαδική φύση του ανθρώπου εκφράζεται στη σύγκρουση του λογικού με το συναισθηματικό.
Μια δυαδική απόφαση απαιτεί την επιλογή μεταξύ δύο επιλογών.
3