Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κανόνας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κανόνι
-
κανόνες
-
κανένας
-
κανό
)
Συνώνυμα
πρότυπο
νομοθέτημα
διάταγμα
3
Αντώνυμα
αταξία
ανομία
ακανονικότητα
3
Ορισμός
Μια γενική αρχή ή οδηγία που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της συμπεριφοράς ή της διαδικασίας.
Μια καθιερωμένη μέθοδος ή συνήθεια σε μια συγκεκριμένη κοινωνία ή ομάδα.
2
Παραδείγματα
Ο κανόνας της δημοκρατίας είναι η ισότητα όλων των πολιτών.
Σύμφωνα με τον κανόνα, πρέπει να φοράμε στολή στο σχολείο.
2