Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κανόνι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κανόνες
-
κανό
-
κανόνας
-
καψόνι
-
καν
)
Συνώνυμα
όπλο
πυροβόλο
αρτιλλερία
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μεγάλο πυροβόλο όπλο που χρησιμοποιείται για να ρίχνει βλήματα σε μεγάλες αποστάσεις.
Συσκευή ή μηχανισμός που χρησιμοποιείται για να εκτοξεύει αντικείμενα με μεγάλη δύναμη.
2
Παραδείγματα
Το κανόνι χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της μάχης για να καταστρέψει τα τείχη του φρουρίου.
Οι πυροσβέστες χρησιμοποίησαν ένα υδραυλικό κανόνι για να σβήσουν τη φωτιά.
2