Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κανό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κανόνι
-
καν
-
κανόνας
-
κανόνες
-
κανω
-
κανίς
-
κανγκ
)
Συνώνυμα
κανονικότητα
πρότυπο
νόρμα
οδηγία
4
Αντώνυμα
αταξία
ανομία
ακανόνιστο
ασυνήθεια
4
Ορισμός
Κανόνας, πρότυπο ή αρχή που καθορίζει τη συμπεριφορά ή τη λειτουργία.
Μέτρο ή σύστημα μέτρησης που χρησιμοποιείται ως πρότυπο.
Ευθεία ράβδος που χρησιμοποιείται για να μετρηθούν ή να σχεδιαστούν ευθείες γραμμές.
3
Παραδείγματα
Ο κανόνας της γραμματικής πρέπει να τηρείται.
Χρησιμοποίησε έναν κανόνα για να μετρήσει το μήκος του χαρτιού.
Οι κανόνες του παιχνιδιού είναι απλοί και κατανοητοί.
3