1. Λέξη
    κανό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κανόνι - καν - κανόνας - κανόνες - κανω - κανίς - κανγκ)
  2. Συνώνυμα
    • κανονικότητα
    • πρότυπο
    • νόρμα
    • οδηγία
    4
  3. Αντώνυμα
    • αταξία
    • ανομία
    • ακανόνιστο
    • ασυνήθεια
    4
  4. Ορισμός
    • Κανόνας, πρότυπο ή αρχή που καθορίζει τη συμπεριφορά ή τη λειτουργία.
    • Μέτρο ή σύστημα μέτρησης που χρησιμοποιείται ως πρότυπο.
    • Ευθεία ράβδος που χρησιμοποιείται για να μετρηθούν ή να σχεδιαστούν ευθείες γραμμές.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο κανόνας της γραμματικής πρέπει να τηρείται.
    • Χρησιμοποίησε έναν κανόνα για να μετρήσει το μήκος του χαρτιού.
    • Οι κανόνες του παιχνιδιού είναι απλοί και κατανοητοί.
    3