1. Λέξη
    καπάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καμάκι - παπάκι - κολπάκι - καρφάκι)
  2. Συνώνυμα
    • σκέπασμα
    • κάλυμμα
    • επικάλυμμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακάλυπτο
    • ανοικτό
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να καλύψει κάτι.
    • Το εξωτερικό μέρος που κλείνει ένα δοχείο.
    • Μεταφορικά, κάτι που κρύβει ή αποκρύπτει την αλήθεια.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Έκλεισε το καπάκι του μπουκαλιού για να μην χυθεί το νερό.
    • Το καπάκι του καζανάκια ήταν ζεστό από τον ήλιο.
    • Η δικαιολογία του ήταν απλώς ένα καπάκι για να κρύψει τα πραγματικά του κίνητρα.
    3