Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καπάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καμάκι
-
παπάκι
-
κολπάκι
-
καρφάκι
)
Συνώνυμα
σκέπασμα
κάλυμμα
επικάλυμμα
3
Αντώνυμα
ακάλυπτο
ανοικτό
2
Ορισμός
Ένα αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να καλύψει κάτι.
Το εξωτερικό μέρος που κλείνει ένα δοχείο.
Μεταφορικά, κάτι που κρύβει ή αποκρύπτει την αλήθεια.
3
Παραδείγματα
Έκλεισε το καπάκι του μπουκαλιού για να μην χυθεί το νερό.
Το καπάκι του καζανάκια ήταν ζεστό από τον ήλιο.
Η δικαιολογία του ήταν απλώς ένα καπάκι για να κρύψει τα πραγματικά του κίνητρα.
3