Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καπνίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
καπνίζω
-
κανονίσω
-
καπνός
-
καθίσω
)
Συνώνυμα
καπνίζω
αναπνέω καπνό
καπνιάζω
3
Αντώνυμα
απέχω από το κάπνισμα
σταματώ το κάπνισμα
αποφεύγω το κάπνισμα
3
Ορισμός
Εισπνέω και εκπνέω τον καπνό από τσιγάρο, πούρο ή άλλο προϊόν καπνού.
Εκπέμπω καπνό ή ατμούς.
2
Παραδείγματα
Συνήθιζα να καπνίζω ένα τσιγάρο μετά το φαγητό.
Η φωτιά άρχισε να καπνίζει έντονα.
2