1. Λέξη
    καπνίσω (ρήμα) - (παρόμοια: καπνίζω - κανονίσω - καπνός - καθίσω)
  2. Συνώνυμα
    • καπνίζω
    • αναπνέω καπνό
    • καπνιάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απέχω από το κάπνισμα
    • σταματώ το κάπνισμα
    • αποφεύγω το κάπνισμα
    3
  4. Ορισμός
    • Εισπνέω και εκπνέω τον καπνό από τσιγάρο, πούρο ή άλλο προϊόν καπνού.
    • Εκπέμπω καπνό ή ατμούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συνήθιζα να καπνίζω ένα τσιγάρο μετά το φαγητό.
    • Η φωτιά άρχισε να καπνίζει έντονα.
    2