1. Λέξη
    καπνίζω (ρήμα) - (παρόμοια: καπνίσω - κανονίζω - καθίζω - καπνός)
  2. Συνώνυμα
    • καπνάω
    • καπνίζομαι
    2
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ το κάπνισμα
    • αποκαπνίζω
    2
  4. Ορισμός
    • Εισπνέω και εκπνέω τον καπνό από τσιγάρο, πούρο ή άλλο προϊόν καπνού.
    • Εκθέτω κάτι στον καπνό για να το διατηρήσω ή να του δώσω γεύση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου καπνίζει τσιγάρα από τα νιάτα του.
    • Σε ορισμένες περιοχές, καπνίζουν τα ψάρια για να τα διατηρήσουν.
    2