Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καπνίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
καπνίσω
-
κανονίζω
-
καθίζω
-
καπνός
)
Συνώνυμα
καπνάω
καπνίζομαι
2
Αντώνυμα
σταματώ το κάπνισμα
αποκαπνίζω
2
Ορισμός
Εισπνέω και εκπνέω τον καπνό από τσιγάρο, πούρο ή άλλο προϊόν καπνού.
Εκθέτω κάτι στον καπνό για να το διατηρήσω ή να του δώσω γεύση.
2
Παραδείγματα
Ο παππούς μου καπνίζει τσιγάρα από τα νιάτα του.
Σε ορισμένες περιοχές, καπνίζουν τα ψάρια για να τα διατηρήσουν.
2