Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καπνός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καπνιστός
-
καπνίσω
-
καπνίζω
)
Συνώνυμα
τσιγάρο
καπνιστήριο
καπνιστός
3
Αντώνυμα
αέρας
καθαρότητα
2
Ορισμός
Η ουσία που παράγεται από την καύση του καπνού και αποτελείται από μικρά σωματίδια.
Το προϊόν που προέρχεται από τα φύλλα του φυτού Nicotiana tabacum και χρησιμοποιείται για κάπνισμα.
2
Παραδείγματα
Ο καπνός από το τσιγάρο μπορεί να είναι επιβλαβής για την υγεία.
Το δωμάτιο ήταν γεμάτο καπνό από το τζάκι.
2