1. Λέξη
    κανονίσω (ρήμα) - (παρόμοια: κανονίζω - καπνίσω - κανονικά - κανονικός)
  2. Συνώνυμα
    • διορθώνω
    • ρυθμίζω
    • τακτοποιώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποδιοργανώνω
    • χαλάω
    2
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι να λειτουργεί σωστά ή να είναι σε τάξη.
    • Να καθορίσω ή να ορίσω κάτι με ακρίβεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να κανονίσω το ραντεβού μου για αύριο.
    • Θα κανονίσω τα θέματα του ταξιδιού πριν φύγουμε.
    2