Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κανονίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
κανονίζω
-
καπνίσω
-
κανονικά
-
κανονικός
)
Συνώνυμα
διορθώνω
ρυθμίζω
τακτοποιώ
3
Αντώνυμα
αποδιοργανώνω
χαλάω
2
Ορισμός
Να κάνω κάτι να λειτουργεί σωστά ή να είναι σε τάξη.
Να καθορίσω ή να ορίσω κάτι με ακρίβεια.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να κανονίσω το ραντεβού μου για αύριο.
Θα κανονίσω τα θέματα του ταξιδιού πριν φύγουμε.
2